Πάνω σ’ ένα σταυρό, καθώς κύλαγε ένα δάκρυ κι ο όχλος παραληρούσε διψώντας για αίμα, άνοιξε για λίγο τα μάτια και χαμογέλασε πικρά. Ήταν και πάλι εδώ. Τους έβλεπε από ψηλά να ωρύονται, να σκίζουν τα ιμάτιά τους, να παριστάνουν τους πιστούς. Ήταν στη χώρα του «ποτέ» εκεί όπου ο χρόνος έχει σταματήσει, εκεί όπου ο χρόνος γίνεται ανατρεπτικά καταστροφικός αντιστρέφοντας την μέρα του «κάποτε», του «ίσως», του «θα μπορούσε να γίνει» . Εκεί, όπου τα ανθρωπόμορφα κτήνη ενός συστήματος αναγεννόνται καταβροχθίζοντας σάρκες, ιδέες και οράματα. Εκεί, όπου τα μικρά παιδιά ανοίγουν μια πόρτα μετά τον βομβαρδισμό, μια πόρτα που τρίζει σαν το μουγκρητό ενός άγριου θηρίου λίγο πριν επιτεθεί στο θύμα του. Εκεί όπου ανάμεσα στα συντρίμμια ξαναγράφετε το «κοινωνικό Συμβόλαιο» του νέου Μεσαίωνα, καθώς ξεπροβάλει η βία, καταγράφοντας, υποδεικνύοντας, σαρώνοντας, (και προ του τέλους) αντικατοπτρίζοντας τα πάθη ενός νέου Χριστού, σε μια οθόνη που στάζει αίμα, ενώ η «νέα τάξη» πραγμάτων ανάμεσα σε αγκυλωτούς σταυρούς, σε μαυροφορεμένες μανάδες, σε λάβαρα και κατακρεουργημένους στρατιώτες που γυρίζουν από μια μάχη χωρίς τέλος, ξετυλίγει το ακριβό περσικό χαλί, απομεινάρι μιας λεηλασίας που άφησε τα ίχνη της σ’ έναν ακόμη λαό με ιστορία και παράδοση, για να επαναδιαπραγματευτεί, να επαναπροσδιορίσει, να ανοικοδομήσει ότι με «τέχνη» κατέστρεψε.
Τώρα πια μια διαπραγματεύσιμη ειρήνη είναι το αντιστάθμισμα σε ένα προκατασκευασμένο πόλεμο. Τώρα πια είναι ορατός ο νέος Γολγοθάς (τιμής ένεκεν) σ’ ένα νέο Πιλάτο που μονίμως «νίπτει τας χείρας του» εδώ και αιώνες προ και μετά της σφαγής των αμάχων οδεύοντας προ το όρος των παθών (ιδία κατασκευή) ως Ελεήμων και αναστάς εκ νεκρών φύλακας του κάτω κόσμου, προσποιούμενος επαρκώς τον Πρώτο εκ των πρώτων Ιησού από την Ναζαρέτ.
Αριστοτέλης Γ. Καλλής
Πρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας