Με βάση το νέο καθεστώς, από τις 14 Φεβρουαρίου θα αρχίσει να «τρέχει» για τα συνδικάτα η τρίμηνη προθεσμία προκειμένου να διαπραγματευτούν και να υπογράψουν (αν υπάρξει συνομιλητής) νέες συλλογικές συμβάσεις και να μην ρυθμιστούν οι όροι εργασίας και οι μισθοί μέσω ατομικών συμβάσεων....
Πρακτική η οποία, ήδη, κυριαρχεί στην αγορά εργασίας και σε πολλούς ακόμη κλάδους.
Η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων που λήγουν ή καταγγέλλονται παρατείνονται, εκ του νόμου, για τρεις μήνες και εφαρμόζονται και στους νεοπροσλαμβανόμενους. Ωστόσο, μετά την πάροδο των τριών μηνών (μετά τις 14 Μαΐου) διατηρούνται μόνο οι όροι που ορίζουν βασικό μισθό και τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας. Αν δηλαδή δεν συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, πέρα από τον επαναπροσδιορισμό μέσω ατομικών συμβάσεων των μισθών, θα χαθούν (αν δεν υπάρξει άλλη συμφωνία σε ατομικό επίπεδο) τα πάσης φύσεως «έξτρα» επιδόματα, οδηγώντας σε απώλειες έως και 30% κατά μέσο όρο.
Η νέα κατάσταση, όπως εξηγούν στην «Ημερησία του Σαββάτου» στελέχη της αγοράς εργασίας, «θα κάνει ακόμη δυσχερέστερη έως και απαγορευτική τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων στη συνέχεια». Μολονότι δεν υπάρχει κανένας περιορισμός χρονικός για τη σύναψη ΣΣΕ, εκτιμάται ότι καμία εργοδοτική οργάνωση δεν θα έχει κίνητρο να συνομολογήσει νέες συλλογικές συμφωνίες οι οποίες, εκτός των άλλων, θα δεσμεύουν μόνο τα μέλη τους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι από την εφαρμογή του νέου καθεστώτος ελάχιστες είναι οι νέες ΣΣΕ που έχουν υπογραφεί (όπως στο εμπόριο και στα ξενοδοχεία).
Τρίμηνο «παράθυρο ευκαιρίας» υπάρχει για τη διατήρηση ή την κατάργηση σειράς βασικών αδειών, όπως και του επιδόματος γάμου για τους αμειβόμενους με τα κατώτατα όρια των μισθών και των ημερομισθίων (τα οποία ορίζονται πλέον νομοθετικά). Την 1η Απριλίου λήγει το τρίμηνο της μετενέργειας της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και έως τότε θα πρέπει η ΓΣΕΕ να υπογράψει με τις εργοδοτικές οργανώσεις νέα σύμβαση.
Ρυθμίσεις
Οπως εξηγεί στην «Ημερησία του Σαββάτου» ο οικονομολόγος Χρήστος Ιωάννου, «η ΕΓΣΣΕ στον μεταπολιτευτικό κύκλο της, από το 1975 έως το 2010, μέσα από την αλληλουχία 28 ρυθμίσεων δεν όριζε μόνον τους κατώτατους μισθούς και τα ημερομίσθια, αλλά ρύθμιζε και ρυθμίζει πλήθος άλλων πλευρών, όπως επιδόματα τριετίας και γάμου, Χριστουγέννων - Πάσχα - Αδείας, άδειες πλέον των οριζομένων στην εργατική νομοθεσία (15 άδειες), χρονικά όρια της εργασίας και είχε χρησιμοποιηθεί για κύρωση ευρωπαϊκών συμφωνιών (στρες στην εργασία, τηλεργασία, κ.ο.κ).
Μικρός αριθμός από αυτές τις ρυθμίσεις έχουν κυρωθεί με νόμο (π.χ. η άδεια μητρότητας της ΕΓΣΣΕ 2000, όχι, όμως, τα όσα προβλέπονται για γονικές άδειες φροντίδας παιδιού, ανατροφής κ.λπ., η ετήσια κανονική άδεια, η φορολογία της αποζημίωσης καταγγελίας ατομικής συμβάσεως εργασίας, οι εισφορές εργοδοτών εργαζομένων)». «Ολες οι άλλες ρυθμίσεις επηρεάζονται από τις συνέπειες της λήξης και της μετενέργειας και κινδυνεύουν», υπογραμμίζει.
Με αυτά τα δεδομένα η μετάβαση και υποκατάσταση της ΕΓΣΣΕ με τον κρατικά - νομοθετικά καθοριζόμενο κατώτατο μισθό δεν αφορά μόνον τον κατώτατο, αλλά επηρεάζει και την τύχη-ισχύ πλήθους άλλων εργασιακών ρυθμίσεων, για τις οποίες δημιουργείται ερώτημα και κενό ως προς το εάν παραμένουν γενικής ισχύος, και πολλές από τις οποίες συνδέονται με το λεγόμενο «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», καθώς είχε επιλεγεί ο μηχανισμός της ΕΓΣΣΕ ως τρόπος ένταξής τους στο ελληνικό σύστημα ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.
- Σε σημαντικούς κλάδους, μεταξύ των οποίων τράπεζες, βιομηχανίες και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την υπογραφή ατομικών συμβάσεων, αν δεν υπογραφούν νέες κλαδικές συμφωνίες εντός τριμήνου
- Εως 30% μπορεί να φτάσουν οι απώλειες από την κατάργηση επιδομάτων που προβλέπονται στις κλαδικές συμβάσεις