Εδώ και αρκετό καιρό διαβάζω πολλά άρθρα σχετικά με το περίφημο τέλος της Μεταπολίτευσης.
Άλλοι λένε ότι έρχεται, άλλοι γράφουν ότι βρισκόμαστε ήδη στην αρχή του
τέλους, υπάρχουν και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι έχει συντελεστεί ήδη.
Τα περισσότερα άρθρα συγκλίνουν στο να καταδικάζουν τη Μεταπολίτευση
για όσα μας συμβαίνουν σήμερα, για τα τρέχοντα πολιτικοοικονομικά
αδιέξοδα και αρκετά τείνουν στο να τη μηδενίζουν και να την ισοπεδώνουν.
Οπωσδήποτε είναι πολύ πρόωρο το να προβαίνει κανείς σε μια συνολική αποτίμηση της μεταπολιτευτικής περιόδου καθώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνεται εν θερμώ ή εν μέσω μιας καθολικής παγκόσμιας και εγχώριας οικονομικής – και όχι μόνο – κρίσης. Σίγουρα οι ιστορικοί του μέλλοντος θα έχουν πολλή δουλειά αποκρυπτογραφώντας τα θετικά και τα αρνητικά της Μεταπολίτευσης, όμως θεωρώ ότι στην παρούσα φάση η περίοδος αυτή, που κατά τη γνώμη μου εξελίσσεται ακόμα, αδικείται και δαιμονοποιείται. Αποκτά χαρακτηριστικά απόκοσμα στα περισσότερα άρθρα και φαντάζει ως ιδανικό άλλοθι για καθαρά ατομικές ευθύνες που κρύβονται ανακουφισμένες πίσω από το κάδρο της γενικότητας.
Έχω την αίσθηση ότι πολλοί, θέλοντας να μιλήσουν για τα πολιτικά κόμματα και γράφοντας για τον κύκλο ζωής τους, συγχέουν τη Μεταπολίτευση με τα υπάρχοντα ή μη, τα νέα ή τα παλαιά, κόμματα. Κατά πόσον όμως αυτό είναι σωστό και τι δόση ορθότητας μπορεί να περιέχει ; Είμαστε τόσο σίγουροι ότι ο βίος των κομμάτων είναι εκείνος που μπορεί, μόνος, να σηματοδοτεί την έναρξη ή τη λήξη μιας τέτοιου είδους περιόδου ;
Το περίεργο είναι ότι για «τέλος Μεταπολίτευσης» γράφουν και άνθρωποι που μάλλον δεν εκτίμησαν τι αλλαγές επέφερε ακόμα και για τους ίδιους, ακόμα και για όσα πρεσβεύουν ή θέλουν να προωθούν πολιτικά μέσα στην ελληνική κοινωνία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η έναρξη της Μεταπολίτευσης, με την ισχυρή βούληση του Εθνάρχη Κων/νου Καραμανλή, βούληση για την οποία «κατηγορείται» από πολλούς ακόμα και σήμερα, έδωσε το δικαίωμα σε όλους ανεξαιρέτως να διατυπώνουν ελεύθερα και απρόσκοπτα τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, άλλους τους έβγαλε από την «παρανομία» και σαφώς μέσω αυτής της δημοκρατικής κατάκτησης έδωσε και την ευκαιρία σε άκρατους λαϊκιστές να εξελιχθούν ακόμα και σε παραχαράκτες της ίδιας της ιστορίας, ενώ πολλοί άλλοι μπέρδεψαν τη δημοκρατία με την ασυδοσία. Ίσως αυτό να ήταν το τίμημα για να κλείσει μια μακρά περίοδος καταστροφικών πληγών και παθών για την ίδια τη χώρα.
Για να γεννηθεί η Μεταπολίτευση υπήρξε μια προηγούμενη κατάσταση ορόσημο. Μια κατάσταση που επέφερε πλήγμα στη δημοκρατική έκφραση, όρθωσε τείχη και καταπίεσε τις ιδεολογικές αφετηρίες που στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε γεννήτορες για όσα ακολούθησαν. Τα κόμματα της Μεταπολίτευσης ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό – άσχετα με το τι τελικά εφάρμοσαν – πλήρεις ιδεολογικές πλατφόρμες με διακριτά χαρακτηριστικά. Δημιουργήθηκαν οι λογικές του λεγόμενου «τρίτου δρόμου», προέκυψαν διαφορετικές προσεγγίσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αναπτύχθηκε πλούσια βιβλιογραφία και γράφτηκαν εκατομμύρια άρθρα ιδεολογικοπολιτικού περιεχομένου, βασισμένα σε αυτές τις ιδεολογικές αφετηρίες με τις όποιες παραλλαγές τους.
Είναι χρήσιμο σε μια τέτοια συζήτηση να μη συγχέουμε το όποιο ιδεολογικό υπόβαθρο με το τι τελικά έγινε και τι εφαρμόστηκε, γιατί στη Μεταπολίτευση ήταν χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ, ενός κόμματος που κυβέρνησε για πάρα πολλά χρόνια και κατά κανόνα κινήθηκε πολύ μακριά από το ίδιο του το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, φτάνοντας το 2012 να είναι πραγματικά αγνώριστο στο περιεχόμενό του σε σχέση με την ιδρυτική του διακήρυξη και φυσιογνωμία.
Η ίδια η Μεταπολίτευση απέδειξε – και αυτό είναι κομβική κατάκτηση – ότι απέχει παρασάγγας η θεωρία από την πράξη και ότι οι συνθήκες είναι ικανές να επιβάλουν θεμελιώδεις μετεξελίξεις και μεταβολές στη θεωρία του πυρήνα ενός πολιτικού κόμματος. Κυρίως όμως, εκείνο που πραγματικά επιβάλει τέτοιες μεταβολές είναι η διαχείριση της διακυβέρνησης, η ώρα δηλαδή που ένα πολιτικό κόμμα καλείται από το λαό να περάσει από τη θεωρία στην πράξη.
Από το 1974, που ξεκίνησε αυτή η περίοδος, έχουν συμβεί κομβικές ιδεολογικές μετατοπίσεις κυρίως στα κόμματα της κεντροαριστεράς. Με δεδομένα τα περιστατικά της πτώσης του Κομμουνισμού στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, τα αδιέξοδα που δημιούργησε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και το μοναδικό, σχεδόν, υβρίδιο που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, διαφαίνεται πλέον, 38 χρόνια μετά, ότι τα μοντέλα αυτά απέτυχαν τόσο στην θεωρία, όσο και στην πράξη. Αυτό από μόνο του είναι μια κορυφαία διεργασία της Μεταπολίτευσης που εκ των πραγμάτων οδηγεί σε χρήσιμα εξαγόμενα συμπεράσματα και ενδεχομένως στη λήξη μιας ιδεολογικής διαμάχης που ήταν γεμάτη στρεβλώσεις, ουτοπικές προσδοκίες, μεγάλα λόγια και ενίοτε καθαρή κοροϊδία. Η Μεταπολίτευση στα χρόνια που διανύουμε αποκαθηλώνει τους λαοπλάνους και οδηγεί στην επικράτηση ενός μοντέλου που θα είναι σαφώς φιλελεύθερο και κοινωνικά προσανατολισμένο, με προϋπόθεση βέβαια την αντιμετώπιση των αδιεξόδων που βιώνουμε σήμερα.
Για να τελειώσει η Μεταπολίτευση και να προκύψει κάτι άλλο, θα πρέπει να υπάρξει ένα ισχυρό ορόσημο σαν αυτό που σηματοδότησε τον ερχομό της. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ήταν ένα γεγονός ή μια περίοδος που ουσιαστικά θα εξαφάνιζε κάθε είδος μεγάλων ή μικρών ιδεολογικών διαφορών και θα οδηγούσε την κοινωνία στο να αποκτήσει κάποια καθολική επιδίωξη. Αυτή δεν χρειάζεται να είναι πολύπλοκη, μπορεί να είναι απλώς η επιδίωξη για επιβίωση κάτω από διάφορες ακραίες συνθήκες που μπορεί να προκύψουν.
Αν, με το να αναπτύσσονται «ιδεολογίες» ολοκληρωτισμών, πασπαλισμένες με ολίγον κοινωνικό ακτιβισμό ή με το να οδηγηθούμε σε εκδοχές κομμουνισμού, περιτυλιγμένες με στρατιωτικογενείς ή δικτατορικές «αυθεντίες» τύπου Βενεζουέλας, νομίζουν ορισμένοι ότι τελειώνει η Μεταπολίτευση, τότε μάλλον δεν είχαν συνειδητοποιήσει την αρχική υφή και συμβολή της, εκείνα που την όρισαν ως περίοδο, άσχετα με τα όσα βιώνουμε σήμερα.
Τέτοιο ορόσημο έχω την εντύπωση ότι δεν έχει προκύψει, τουλάχιστον ακόμα, χωρίς καθόλου να αποκλείω ότι μπορεί να μας περιμένει με ανυπομονησία στο άμεσο μέλλον.
Βασίλειος Μπαλάφας
Οπωσδήποτε είναι πολύ πρόωρο το να προβαίνει κανείς σε μια συνολική αποτίμηση της μεταπολιτευτικής περιόδου καθώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνεται εν θερμώ ή εν μέσω μιας καθολικής παγκόσμιας και εγχώριας οικονομικής – και όχι μόνο – κρίσης. Σίγουρα οι ιστορικοί του μέλλοντος θα έχουν πολλή δουλειά αποκρυπτογραφώντας τα θετικά και τα αρνητικά της Μεταπολίτευσης, όμως θεωρώ ότι στην παρούσα φάση η περίοδος αυτή, που κατά τη γνώμη μου εξελίσσεται ακόμα, αδικείται και δαιμονοποιείται. Αποκτά χαρακτηριστικά απόκοσμα στα περισσότερα άρθρα και φαντάζει ως ιδανικό άλλοθι για καθαρά ατομικές ευθύνες που κρύβονται ανακουφισμένες πίσω από το κάδρο της γενικότητας.
Έχω την αίσθηση ότι πολλοί, θέλοντας να μιλήσουν για τα πολιτικά κόμματα και γράφοντας για τον κύκλο ζωής τους, συγχέουν τη Μεταπολίτευση με τα υπάρχοντα ή μη, τα νέα ή τα παλαιά, κόμματα. Κατά πόσον όμως αυτό είναι σωστό και τι δόση ορθότητας μπορεί να περιέχει ; Είμαστε τόσο σίγουροι ότι ο βίος των κομμάτων είναι εκείνος που μπορεί, μόνος, να σηματοδοτεί την έναρξη ή τη λήξη μιας τέτοιου είδους περιόδου ;
Το περίεργο είναι ότι για «τέλος Μεταπολίτευσης» γράφουν και άνθρωποι που μάλλον δεν εκτίμησαν τι αλλαγές επέφερε ακόμα και για τους ίδιους, ακόμα και για όσα πρεσβεύουν ή θέλουν να προωθούν πολιτικά μέσα στην ελληνική κοινωνία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η έναρξη της Μεταπολίτευσης, με την ισχυρή βούληση του Εθνάρχη Κων/νου Καραμανλή, βούληση για την οποία «κατηγορείται» από πολλούς ακόμα και σήμερα, έδωσε το δικαίωμα σε όλους ανεξαιρέτως να διατυπώνουν ελεύθερα και απρόσκοπτα τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, άλλους τους έβγαλε από την «παρανομία» και σαφώς μέσω αυτής της δημοκρατικής κατάκτησης έδωσε και την ευκαιρία σε άκρατους λαϊκιστές να εξελιχθούν ακόμα και σε παραχαράκτες της ίδιας της ιστορίας, ενώ πολλοί άλλοι μπέρδεψαν τη δημοκρατία με την ασυδοσία. Ίσως αυτό να ήταν το τίμημα για να κλείσει μια μακρά περίοδος καταστροφικών πληγών και παθών για την ίδια τη χώρα.
Για να γεννηθεί η Μεταπολίτευση υπήρξε μια προηγούμενη κατάσταση ορόσημο. Μια κατάσταση που επέφερε πλήγμα στη δημοκρατική έκφραση, όρθωσε τείχη και καταπίεσε τις ιδεολογικές αφετηρίες που στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε γεννήτορες για όσα ακολούθησαν. Τα κόμματα της Μεταπολίτευσης ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό – άσχετα με το τι τελικά εφάρμοσαν – πλήρεις ιδεολογικές πλατφόρμες με διακριτά χαρακτηριστικά. Δημιουργήθηκαν οι λογικές του λεγόμενου «τρίτου δρόμου», προέκυψαν διαφορετικές προσεγγίσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αναπτύχθηκε πλούσια βιβλιογραφία και γράφτηκαν εκατομμύρια άρθρα ιδεολογικοπολιτικού περιεχομένου, βασισμένα σε αυτές τις ιδεολογικές αφετηρίες με τις όποιες παραλλαγές τους.
Είναι χρήσιμο σε μια τέτοια συζήτηση να μη συγχέουμε το όποιο ιδεολογικό υπόβαθρο με το τι τελικά έγινε και τι εφαρμόστηκε, γιατί στη Μεταπολίτευση ήταν χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ, ενός κόμματος που κυβέρνησε για πάρα πολλά χρόνια και κατά κανόνα κινήθηκε πολύ μακριά από το ίδιο του το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, φτάνοντας το 2012 να είναι πραγματικά αγνώριστο στο περιεχόμενό του σε σχέση με την ιδρυτική του διακήρυξη και φυσιογνωμία.
Η ίδια η Μεταπολίτευση απέδειξε – και αυτό είναι κομβική κατάκτηση – ότι απέχει παρασάγγας η θεωρία από την πράξη και ότι οι συνθήκες είναι ικανές να επιβάλουν θεμελιώδεις μετεξελίξεις και μεταβολές στη θεωρία του πυρήνα ενός πολιτικού κόμματος. Κυρίως όμως, εκείνο που πραγματικά επιβάλει τέτοιες μεταβολές είναι η διαχείριση της διακυβέρνησης, η ώρα δηλαδή που ένα πολιτικό κόμμα καλείται από το λαό να περάσει από τη θεωρία στην πράξη.
Από το 1974, που ξεκίνησε αυτή η περίοδος, έχουν συμβεί κομβικές ιδεολογικές μετατοπίσεις κυρίως στα κόμματα της κεντροαριστεράς. Με δεδομένα τα περιστατικά της πτώσης του Κομμουνισμού στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, τα αδιέξοδα που δημιούργησε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και το μοναδικό, σχεδόν, υβρίδιο που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, διαφαίνεται πλέον, 38 χρόνια μετά, ότι τα μοντέλα αυτά απέτυχαν τόσο στην θεωρία, όσο και στην πράξη. Αυτό από μόνο του είναι μια κορυφαία διεργασία της Μεταπολίτευσης που εκ των πραγμάτων οδηγεί σε χρήσιμα εξαγόμενα συμπεράσματα και ενδεχομένως στη λήξη μιας ιδεολογικής διαμάχης που ήταν γεμάτη στρεβλώσεις, ουτοπικές προσδοκίες, μεγάλα λόγια και ενίοτε καθαρή κοροϊδία. Η Μεταπολίτευση στα χρόνια που διανύουμε αποκαθηλώνει τους λαοπλάνους και οδηγεί στην επικράτηση ενός μοντέλου που θα είναι σαφώς φιλελεύθερο και κοινωνικά προσανατολισμένο, με προϋπόθεση βέβαια την αντιμετώπιση των αδιεξόδων που βιώνουμε σήμερα.
Για να τελειώσει η Μεταπολίτευση και να προκύψει κάτι άλλο, θα πρέπει να υπάρξει ένα ισχυρό ορόσημο σαν αυτό που σηματοδότησε τον ερχομό της. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ήταν ένα γεγονός ή μια περίοδος που ουσιαστικά θα εξαφάνιζε κάθε είδος μεγάλων ή μικρών ιδεολογικών διαφορών και θα οδηγούσε την κοινωνία στο να αποκτήσει κάποια καθολική επιδίωξη. Αυτή δεν χρειάζεται να είναι πολύπλοκη, μπορεί να είναι απλώς η επιδίωξη για επιβίωση κάτω από διάφορες ακραίες συνθήκες που μπορεί να προκύψουν.
Αν, με το να αναπτύσσονται «ιδεολογίες» ολοκληρωτισμών, πασπαλισμένες με ολίγον κοινωνικό ακτιβισμό ή με το να οδηγηθούμε σε εκδοχές κομμουνισμού, περιτυλιγμένες με στρατιωτικογενείς ή δικτατορικές «αυθεντίες» τύπου Βενεζουέλας, νομίζουν ορισμένοι ότι τελειώνει η Μεταπολίτευση, τότε μάλλον δεν είχαν συνειδητοποιήσει την αρχική υφή και συμβολή της, εκείνα που την όρισαν ως περίοδο, άσχετα με τα όσα βιώνουμε σήμερα.
Τέτοιο ορόσημο έχω την εντύπωση ότι δεν έχει προκύψει, τουλάχιστον ακόμα, χωρίς καθόλου να αποκλείω ότι μπορεί να μας περιμένει με ανυπομονησία στο άμεσο μέλλον.
Βασίλειος Μπαλάφας