«Προσωπικά δεν μπορώ να ξέρω εάν η Τρόικα είναι αυτή που επιμένει στην περικοπή του 13ου και 14ου μισθού, ή αν απλά αυτή είναι η ερμηνεία που δίνουν κάποιοι κυβερνητικοί κύκλοι στο αίτημα για μείωση του κόστους παραγωγής και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι είτε η Τρόικα είτε κάποιοι νοσταλγοί της διετίας δεν έχουν πάρει ακόμα το μάθημά τους. Και το μάθημα είναι ότι η περικοπή μισθών και συντάξεων έχουν οδηγήσει την οικονομία σε βαθιά ύφεση.
Μέχρι τώρα όλοι συζητούσαν για το κακό, διογκωμένο κράτος, του οποίου έπρεπε να περικόψουν τα έξοδα, κόβοντας μισθούς και συντάξεις, και να αυξήσουν τα έσοδα, αυξάνοντας τους φόρους μέχρι εξόντωσης. Τα αποτελέσματα αυτής της στρεβλής αντίληψης για την οικονομία φαίνονται φυσικά παντού: στο 18% της ανεργίας, στο 5,5% της ύφεσης, στον τζίρο των καταστημάτων που, μέσα σε περίοδο γιορτών, μειώθηκε κατά 30%.
Τώρα, οι ίδιοι που εμπνεύστηκαν και εφάρμοσαν αυτές τις ατυχείς πολιτικές δήθεν για τη δημοσιονομική εξυγίανση, ετοιμάζονται να διαστρεβλώσουν και κάθε έννοια ανάπτυξης. Με πρόσχημα την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, προβάλουν ως μέσο ανάπτυξης την περικοπή του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Οι συνέπειες θα είναι και αυτή τη φορά εγκληματικές. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση που θα σημάνει για τους ήδη άθλια αμοιβόμενους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα. Αυτό πιθανώς δεν ενδιαφέρει καν τους εμπνευστές αυτών των μέτρων που ασχολούνται μόνο με τα νούμερα. Αναφέρομαι στις επιπτώσεις που θα έχει αυτή η περικοπή στην πραγματική οικονομία.
Κατ’ αρχήν, από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης μιας ακόμα ομάδας πολιτών, η ύφεση θα βαθύνει ακόμα περισσότερο, ίσως κατά αρκετές μονάδες, ανεβάζοντας ακόμα ψηλότερα την ανεργία. Αυτόν τον κίνδυνο τον βλέπουν ακόμα και οι εργοδοτικοί φορείς, οι οποίοι μέχρι στιγμής φαίνεται να συμφωνούν με τις οργανώσεις των εργαζομένων ότι ο 13ος και ο 14ος μισθός δεν πρέπει να περικοπούν – τουλάχιστον όχι στην πλειοψηφία των υπαλλήλων. Κατά δεύτερον, δεν λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις για τα ασφαλιστικά ταμεία από τυχόν κατάργησή τους. Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ υπολογίζει τις απώλειες στα 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Κατά την ίδια συλλογιστική, δεν λαμβάνονται υπόψη οι απώλειες για τα κρατικά ταμεία από τη μείωση των φορολογικών εσόδων.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι το μισθολογικό κόστος εκείνο που εμποδίζει τις επενδύσεις, δεν είναι ο 13ος και 14ος μισθός εκείνος που κάνει μη ανταγωνιστική την οικονομία μας. Το πρόβλημα είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει μία επιχείρηση. Και η Κυβέρνηση της διετίας έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον άκρως αποθαρρυντικό: με 15 φορολογικά νομοσχέδια, με ένα κλίμα εκρηκτικό ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, με μία φορολόγηση δυσανάλογα υψηλή, με εξαντλητικές εργοδοτικές εισφορές και με μια γραφειοκρατία αργή και συχνά διεφθαρμένη που ισοπεδώνει κάθε επενδυτική προσπάθεια.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν πολλά και πολύ σημαντικότερα πράγματα που πρέπει να γίνουν σε πολιτικό επίπεδο, είναι όμως και τα πιο δύσκολα. Η Νέα Δημοκρατία σε αυτά τα δύσκολα θα επιμείνει, γιατί εύκολες λύσεις για την ανάπτυξη δεν υπάρχουν. Η διαρκής καταλήστευση του εργαζόμενου είναι και απαράδεκτη και ατελέσφορη και έχουμε δεσμευθεί ότι δεν θα επιτρέψουμε τη συνέχισή της.»
Μέχρι τώρα όλοι συζητούσαν για το κακό, διογκωμένο κράτος, του οποίου έπρεπε να περικόψουν τα έξοδα, κόβοντας μισθούς και συντάξεις, και να αυξήσουν τα έσοδα, αυξάνοντας τους φόρους μέχρι εξόντωσης. Τα αποτελέσματα αυτής της στρεβλής αντίληψης για την οικονομία φαίνονται φυσικά παντού: στο 18% της ανεργίας, στο 5,5% της ύφεσης, στον τζίρο των καταστημάτων που, μέσα σε περίοδο γιορτών, μειώθηκε κατά 30%.
Τώρα, οι ίδιοι που εμπνεύστηκαν και εφάρμοσαν αυτές τις ατυχείς πολιτικές δήθεν για τη δημοσιονομική εξυγίανση, ετοιμάζονται να διαστρεβλώσουν και κάθε έννοια ανάπτυξης. Με πρόσχημα την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, προβάλουν ως μέσο ανάπτυξης την περικοπή του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Οι συνέπειες θα είναι και αυτή τη φορά εγκληματικές. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση που θα σημάνει για τους ήδη άθλια αμοιβόμενους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα. Αυτό πιθανώς δεν ενδιαφέρει καν τους εμπνευστές αυτών των μέτρων που ασχολούνται μόνο με τα νούμερα. Αναφέρομαι στις επιπτώσεις που θα έχει αυτή η περικοπή στην πραγματική οικονομία.
Κατ’ αρχήν, από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης μιας ακόμα ομάδας πολιτών, η ύφεση θα βαθύνει ακόμα περισσότερο, ίσως κατά αρκετές μονάδες, ανεβάζοντας ακόμα ψηλότερα την ανεργία. Αυτόν τον κίνδυνο τον βλέπουν ακόμα και οι εργοδοτικοί φορείς, οι οποίοι μέχρι στιγμής φαίνεται να συμφωνούν με τις οργανώσεις των εργαζομένων ότι ο 13ος και ο 14ος μισθός δεν πρέπει να περικοπούν – τουλάχιστον όχι στην πλειοψηφία των υπαλλήλων. Κατά δεύτερον, δεν λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις για τα ασφαλιστικά ταμεία από τυχόν κατάργησή τους. Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ υπολογίζει τις απώλειες στα 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Κατά την ίδια συλλογιστική, δεν λαμβάνονται υπόψη οι απώλειες για τα κρατικά ταμεία από τη μείωση των φορολογικών εσόδων.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι το μισθολογικό κόστος εκείνο που εμποδίζει τις επενδύσεις, δεν είναι ο 13ος και 14ος μισθός εκείνος που κάνει μη ανταγωνιστική την οικονομία μας. Το πρόβλημα είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει μία επιχείρηση. Και η Κυβέρνηση της διετίας έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον άκρως αποθαρρυντικό: με 15 φορολογικά νομοσχέδια, με ένα κλίμα εκρηκτικό ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, με μία φορολόγηση δυσανάλογα υψηλή, με εξαντλητικές εργοδοτικές εισφορές και με μια γραφειοκρατία αργή και συχνά διεφθαρμένη που ισοπεδώνει κάθε επενδυτική προσπάθεια.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν πολλά και πολύ σημαντικότερα πράγματα που πρέπει να γίνουν σε πολιτικό επίπεδο, είναι όμως και τα πιο δύσκολα. Η Νέα Δημοκρατία σε αυτά τα δύσκολα θα επιμείνει, γιατί εύκολες λύσεις για την ανάπτυξη δεν υπάρχουν. Η διαρκής καταλήστευση του εργαζόμενου είναι και απαράδεκτη και ατελέσφορη και έχουμε δεσμευθεί ότι δεν θα επιτρέψουμε τη συνέχισή της.»